- λεχρίτης
- ο1. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος2. άνθρωπος ατημέλητος, κακοντυμένος, βρόμικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχριος «εγκάρσιος-στραβός, ανάποδος» + -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεχρίτης — ο θηλ. ισσα άνθρωπος τιποτένιος, ο αλήτης, ο λέτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέχρα — η 1. η ιδιότητα τού λεχρίτη 2. ο λεχρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λεχρ ίτης με πιθ. επίδραση τού λερά*] … Dictionary of Greek